Ιστορία

Ιστορία της Δεσκάτης

Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της Δεσκάτης δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί. Το βέβαιο είναι ότι η περιοχή ανήκε στην αρχαία Μονδαία και ότι κατά τον 12ο αιώνα υπήρχαν τρεις οικισμοί (Μέλοβο, Καρίτσα, Λουτρό). (Βλ. Κώστας Σπανός: Τοπωνύμια της Δεσκάτης, περιοδικό "ονόματα" 5/1988). Αργότερα υπήρχαν στην περιοχή 14 μικροί οικισμοί, οι οποίοι με το χρόνο, συγκεντρώθηκαν στη Δεσκάτη για λόγους ασφαλείας λόγω της γεωγραφικής της θέσης.
Τόπος κατοικημένος από τη Νεολιθική εποχή (5000 π.Χ.) είναι η Δεσκατιώτικη Ποταμιά, όπως φανερώνουν τα ευρήματα (διάφορα νεολιθικά εργαλεία) στις θέσεις Καστρί και Λουτρό, με δύο τουλάχιστον οικισμούς-πόλεις στους ιστορικούς χρόνους και ερείπια των τειχών, που σώζονται ακόμη και μέχρι σήμερα. Κατά την αρχαιότητα η περιοχή της Δεσκάτη συνέχισε να σφύζει από ζωή αν κρίνουμε από τα αξιόλογα ευρήματα που κατά καιρούς έχουνε ανακαλυφτεί και χρονολογούνται σε αυτή την εποχή:
  • Ερείπια τοίχων αρχαίων οικισμών σώζονται ακόμα και σήμερα.
  • Χάλκινα νομίσματα της Μακεδονικής εποχής (4ου-3ου αιώνα π.Χ).
  • Θησαυρός αρχαίων νομισμάτων που βρέθηκε το 1914.
  • Αρχαίοι τάφοι.
  • Υπερμεγέθη πιθάρια.
  • Μια επιτύμβια στήλη του 2ου αιώνα μ.Χ.
  • Θωράκια κάποιου παλαιοχριστιανικού ναού του 5ου-6ου αιώνα μ.Χ.
Αυτά τα ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι οικισμοί της Αρχαιότητας διατηρήθηκαν στην περιοχή ως το 5ο με 6ο αιώνα μ.Χ. Κατά το γερμανό αρχαιολόγο Fr. Stahlin, κάπου στο οροπέδιο της Δεσκάτης υπήρχε μια αρχαία πόλη που ονομαζότανε Μονδαία πράγμα όμως που δεν έχει αποδειχθεί ακόμα με κάποια στοιχεία.
Γραπτές πηγές για την περιοχή κατά την 1η χιλιετηρίδα μ.Χ. είναι ανύπαρκτες. Στα Βυζαντινά χρόνια και ειδικότερα στο 13ο αιώνα μ.Χ. ξέρουμε ότι η περιοχή της Δεσκάτης είχε περίπου οχτώ οικισμούς (δες Τουρκική Απογραφή του 1454/1455 παρακάτω) και υπαγόταν αρχικά στην διακιοδοσία της Επισκοπής της Τρίκκης και μετά το 10ο αιώνα μ.Χ στην Επισκοπή των Σταγών. Αυτά τα συμπεραίνουμε από ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου, και από τη μετέπετα Τούρκικη Απογραφή του 1454/1455 που αναφέρεται σε στοιχεία προτού Τούρκικης κατάκτησης (1393).  Το 1348 η Δυτική Θεσσαλία κυριεύτηκε από Σέρβους. Το τοπωνύμιο Ντισκάτα είναι βλάχικο ("δισικάρε" βλάχικο ρήμα = σχίζω -> Δισικάτα -> Δεσκάτη) και μάλλον στα βουνά της περιοχής ξεκαλοκαίριαζαν βλαχόφωνοι κτηνοτρόφοι από το Ελληνοσέρβικο κράτος των Τρικάλων. Αυτοί σιγά σιγά είτε εκτοπίστηκαν από τους ντόπιους είτε αφομοιώθηκαν με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πια κανένας βλαχόφωνος στο οροπέδιο της Δεσκάτης. Η περιοχή περιήλθε στους Τούρκους το 1393, προσωρινός, και το 1423 οριστικός. Η ευρύτερη περιοχή μοιράστηκε από το σουλτάνο στους μπεΐδες του και η περιοχή της Δεσκάτης έπεσε στα χέρια του διοικητή Μιρλιβά των Τρικάλων. Κατά το 1613/1614 σε ένα μετεωριτικό χειρόγραφο εμφανίζονται δύο νέοι οικισμοί: το Σέλισμα και η Γκορτζιά. Αργότερα στα τέλη του 17ου αιώνα ο Πρόδρομος, τα Καλύβια, και τα Ρόγγια. Στην ίδια εποχή εγκαταλείφτηκε η Καρίτσα και μεγάλωσε η Ντισικάτα. Η οικονομική κατάσταση στην περιοχή κατά την τουρκοκρατία ήταν άσχημη. Της σιτοδείες και επιδημίες συμπλήρωναν οι ληστρικές επιδρομές Αλβανών ληστών. Από την εποχή εκείνη πρέπει να δόθηκε και ο χαρακτηρισμός "ζιαβέλια" στους κατοίκους τις περιοχής που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Ζιαβέλι στην Τούρκικη δηλώνει το ταλαιπωρημένο, το δυστυχή. Αυτό εξηγεί και την ξαφνική αύξηση του πληθυσμού της Ντισικάτα μια και η θέση της είναι πολλή καλά κριμένη από το κάμπο της ποταμιάς, το διάβα των ληστών. Το 1822 η Ντισκάτα πληθυσμιακά αποτελούσε την "πρωτοχώρα" των Χασίων. Οι φιλελευθεροι κάτοικοι της Δεσκάτης συμμετείχαν στη θεσσαλική επανάσταση του 1854 υπό την αρχηγία του Θ. Βλαχάβα. Την ίδια χρονιά από δω πέρασε κι ο Θεόδωρος Ζιάκας, γεγονός που εξόργισε τον Τούρκο πασαά Ζεϊνέλ, με διαταγή του οποίου πυρπολήθηκε η Δεσκάτη. Στην επανάσταση του 1878 οι κάτοικοι της πρόσφεραν κάθε δυνατή βοήθεια στους θεσσαλούς επαναστάτες. Μετά την απελευθέρωση του 1881, η Δεσκάτη και η Ελασσόνα παρέμειναν στην τούρκικη επικράτεια. Το πατριαρχείο ίδρυσε τότε τη Μητρόπολη Δεσκάτης, που απαρτιζόταν από δεκαεφτά οικισμούς και δύο μοναστήρια. Την κατάργησε όμως 15 χρόνια αργότερα, οπότε η Δεσκάτη προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη Ελασσόνας. Στο Μακεδονικό Αγώνα συμμετείχε με τον υπαρχηγό Β. Οικονόμου, γνωστό ως Μπρούφα.  Στον πόλεμο του 1897 οι Δεσκατιώτες βοήθησαν κυρίως με τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με κινήσεις των Τούρκων, ενέργεια για την οποία τιμωρήθηκαν σκληρά απ' αυτούς, με λεηλασία των σπιτιών τους, εκτοπισμό και φυλάκιση των κατοίκων. Η Δεσκάτη απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό τον Οκτώβρη του 1912, τις παραμονές του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι τότε το σύνορο της ελεύθερης Ελλάδας βρισκόταν στο όρος Τρέτιμος. Εκεί έπεσε μαχόμενος ο λοχαγός Μανουσάκης (προτομή του οποίου υπάρχει στην κεντρική πλατεία της Δεσκάτης) στις 7/10/1912. Κατόπιν ιδρύθηκε ο Δήμος Δεσκάτης, στον οποίο συμπεριλήφθηκαν τα χωριά Παρασκευή, Δασοχώρι, Γήλοφος, Αγιώργης και Διασελάκι. Το 1915, που ιδρύθηκε ο Νομός Κοζάνης, περιλήφθηκε εκεί και η Δεσκάτη. Το 1918 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα με τους οικισμούς Αγιώργης, Διασελάκι και Γήλοφος. Το 1942 αποσπάστηκε από την Επαρχία Γρεβενών του Ν. Κοζάνης και υπήχθη στην Επαρχία Ελασσόνας του Ν. Λάρισας, ενώ το 1964 η Επαρχία Γρεβενών αναβαθμίστηκε σε Νομό, περιλήφθηκε σ' αυτόν η περιοχή των Κοινοτήτων Δεσκάτης, Δασοχωρίου και Παρασκευής και η Δεσκάτη έγινε ξανά Δήμος. Η Δεσκάτη υπήρξε προπύργιο της Εθνικής Αντίστασης και παρουσίασε έντονη δράση στη διάρκεια του Εμφυλίου. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του ποιητή Χρ. Μπράβου, που αναφέρονται στους αγώνες των κατοίκων: "Μη περπατήσεις τούτα τα βουνά. Η μάνα λέει δεν κάνει να πατάμε πεθαμένους..."

Ιστορία της Παναγιάς

Λίγα μέτρα πριν φτάσουμε στην κορυφή του λόφου, στην αριστερή πλευρά του δρόμου θα παρατηρήσουμε πλήθος από κεραμικά όστρακα πήλινων αγγείων (χερούλια, βάσεις, χείλη κ.λ.π.). Ένα τμήμα αυτών έχουν περισυλλεγεί από την Αμερικανίδα αρχαιολόγο Nancy Wilkie και βρίσκονται στην αρχαιολογική συλλογή Γρεβενών, χρονολογούνται δε στην ύστερη εποχή του χαλκού.
Προχωρώντας προς το τραπεζοειδές πλάτωμα του λόφου του προφήτη Ηλία, πάλι στο αριστερό μας χέρι και επιφανειακά θα διακρίνουμε οστά από ανθρώπινα μέλη. Λίγα μέτρα πιο πέρα και στη νότια πλευρά του πλατώματος διακρίνονται καθαρά τα θεμέλια αρκετά μεγάλου αρχαίου ναού. Με τους τιτανόλιθους του αρχαίου αυτού ναού, είναι χτισμένος ο παλαιός ναός του προφήτη Ηλία. Κατηφορίζοντας την βορεινή πλευρά του λόφου και μετά από 300 μέτρα περίπου θα φθάσουμε στην τοποθεσία "κτίσματα". Εδώ σ' αυτό το μικρό πλάτωμα σώζονται τα θεμέλια του ναού της επισκοπής Μολισκού και δύο βοηθητικών κτισμάτων. Οι διαστάσεις του πρόναου είναι τέσσερα μέτρα επί οχτώ (4Χ8) και του κυρίως ναού είναι οκτώ επί δώδεκα (8Χ12). Προχωρώντας άλλα 150 μέτρα προς την τοποθεσία "Σαμαρά Μπάρα" θα συναντήσουμε ένα τμήμα του τείχους του κάστρου του Μολισκού, μήκους περίπου 300 μέτρων, πλάτους 1,80 και ύψους περίπου 0,60 εκατοστά. Η λιθοδομή του τείχους είναι κατασκευασμένη χωρίς κονίαμα. Ακολουθώντας τα ίχνη του τείχους, προς τα βόρεια, θα φθάσουμε σε μια ρεματιά, όπου στο δεξί μας χέρι και στο πρανές του λόφου "κακή ράχη" θα διακρίνουμε τα θεμέλια του πρώτου οικισμού της αρχαίας πόλης "ΟΜΟΛΙΟΝ" ή της βυζαντινής πόλης του "ΜΟΛΙΣΚΟΥ", που κατά την παράδοση των κατοίκων ονομαζόταν "Χαλκιάηδες" γιατί ασχολούνταν με την κατασκευή χάλκινων οικιακών συσκευών. Α. Μια αρχαιότατη πόλη, στο δάσος της Παναγιάς Γρεβενών, περιμένει υπομονετικά την αρχαιολογική σκαπάνη Ακολουθώντας πάντα τη ρεματιά με κατεύθυνση τις πηγές της, μετά από 300 μέτρα περίπου θα φθάσουμε στην τοποθεσία "τα Πετροκάλυβα" ανατολικά του "Μαυρόκαμπου". Εδώ διακρίνουμε πολύ καθαρά την περιτείχιση του οικισμού, τα θεμέλια της εκκλησίας του, ως και τα θεμέλια των σπιτιών και ένα τμήμα πετρόκτιστου δρόμου κοντά στην εκκλησία. Το όνομα αυτού του οικισμού κατά την παράδοση ήταν "Μεταξιάδες" και οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την καλλιέργεια μεταξιού. Ο τρίτος αρχαίος οικισμός του Μολισκού, βρίσκεται ανατολικά του κάστρου, περίπου πεντακόσια μέτρα, στην θέση "Μουρηές" και ονομαζόταν "Παληοχώρα". Στον οικισμό αυτόν σώζονται πάρα πολλά σπίτια που το ύψος των τοίχων τους φθάνει και το ένα μέτρο. Εκτός από τους τρεις αυτούς οικισμούς σώζονται στην ίδια περιοχή και τα ίχνη τεσσάρων άλλων νεότερων οικισμών του χωριού Μελεντσικού με την τουρκική Κούλια και υπολείμματα ενός χωριού πάνω στον λόφο που βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ρέματος Βίντσα. Στο δεύτερο μισό του δέκατου αιώνα μ.Χ., η επισκοπή ονομάζεται 'Επισκοπή Ομολισκού", με τρία μοναστήρια στη δικαιοδοσία της και τα αντίστοιχα ζευγαλατειά τους. Το ένα μοναστήρι είναι "της Παναγίας του Ιωάννου Τορνικίου" χτισμένο στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα, του οποίου το διώροφο καθολικό σώζεται μέχρι τις μέρες μας. Στον κάτω ναό του διώροφου καθολικού λειτούργησε ο Λατίνος Καρδινάλιος Βορίας Βαρίνος το 1224. Το έτος 1658 φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι ο επίσκοπος Σερβίων Μελέτιος μετά την καθαίρεσή του. Το ζευγηλατείο του σημερινού μοναστηριού της Παναγίας ονομαζόταν "Τορνίκι" και ήταν χτισμένο βόρεια του σημερινού χωριού Παναγιά στη θέση "των Αγίων Αποστόλων". Ο κοιμητηριακός ναός του ζευγηλατείου "Τορνίκι" ήταν του Αγίου Λαζάρου. Το δεύτερο μοναστήρι της επισκοπής Μολισκού ήταν του "Αγίου Γεωργίου" του κτήτορα Γεωργίου Τορνικίου με το ζευγηλατείο του, που στα νεότερα χρόνια εξελίχθηκε σε οικισμό και ονομαζόταν "Ζάμπουρντα" (Ζαλμ μπουρδά = άγονος τόπος). Στα ερείπια αυτού του μοναστηριού βρήκε ο Άγιος Νικάνορας την εικόνα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και έχτισε στα θεμέλια του καινούργιο μοναστήρι στα 1534. Το τρίτο μοναστήρι "του Αγίου Νικολάου της Ομολιανής ή Μηλιανής" του κτήτορα Νικολάου Τορνικίου, βρίσκονταν κοντά στις πηγές απ' όπου αρδεύεται το Νεοχώρι. Σήμερα σώζονται τα ερείπια. Ο Σωτήριος Κιαδάς στο βιβλίο του "ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ" μας πληροφορεί ότι ο στρατηγός του Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννης Τορνίκιος, εκάρη μοναχός κάπου στη Μακεδονία, μετά πήγε στον Όλυμπο και μετά στο Άγιον Όρος όπου έχτισε την μονή Ιβήρων. Το μοναδικό μοναστήρι που φέρει το όνομά του στη Μακεδονία είναι το μοναστήρι "Της Παναγίας Τορνικίου" στην Παναγιά Γρεβενών. Β. Ονομασίες πόλης από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Το πρώτο όνομα της προϊστορικής αυτής πόλεως είναι "Ομόλιον" σύμφωνα με τον Στράβωνα και είναι κτίσμα των Λαπίθων όπως και το Ομόλιο Λάρισας και συγκεκριμένα του Λαπίθη Κορωνού του γιου του Καινέα, με το όνομα του οποίου έχει σχέση το τοπωνύμιο "Κουρούνες". Κατά τον Όττο ’βελ Κορωνός (Κουρουνός) και Κάρανος είναι το ίδιο πρόσωπο. Το δεύτερο όνομα της πόλης παρεμφερές με το πρώτο είναι "Το Ομλισκόν", δηλαδή "Ομολισκόν" Με το όνομα αυτό αναφέρεται και η επισκοπή της πόλης σε χειρόγραφο της Μονής Ιβήρων κατά τον δέκατο αιώνα. Το τρίτο όνομα της πόλης παρεμφερές με το πρώτο και με το δεύτερο είναι "Το Μολισκόν". Με το όνομα αυτό αναφέρεται και το κάστρο και η επισκοπή. Επίσης λόγω του ότι στα βυζαντινά χρόνια το κάστρο του Μολισκού διέθετε και Κλεισουράρχη, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Τορνίκιος, Αρμενικής καταγωγής, ονομαζόταν και "Κλεισούρα". Το τέταρτο όνομα της πόλης και του κάστρου ήταν "Οι Μολεσχοί", διότι αποτελούνταν από τρεις οικισμούς ή "Μολεσχός". Το πέμπτο όνομα που διεσώθει σε νεότερο κοντινό οικισμό ήταν του χωριού "Μελεμτσικόν" και το οποίο ερημώθηκε το 1904. Στην απογραφή του 1905 δεν αναφέρεται. Σήμερα η τοποθεσία καλείται "Μηλιντσκό". Το έκτο όνομα μετά την εγκατάλειψη της πόλης από τους κατοίκους είναι "Τορνίκι" αρχές 15ου αιώνα και σήμερα λέγεται Παναγιά Δεσκάτης Γρεβενών. Γ. Βιβλιογραφία - Πηγές: Για το "Ομόλιον"
  • Ομόλιον. Στράβωνος Γεωγραφικά, Βιβλίον Ζ΄ σ. 330, 16β.
  • Λεξικό Στέφανου Βυζαντίου, ΕΘΝΙΚΑ, λήμμα Ομόλιον, σ. 493, 5.
  • Μακεδονικός μήνας "Ομολώϊος". Ιωάννης Πετρώφ, "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ"
  • Ομολώϊος Ζεύς, Λεξικό Σουϊδα, σ.774
  • Κώδικες Μετεώρων, Μονή Μεταμορφώσεως, σ. 141 Ενφ 120β-121α.
Για το "Μολισκό"
  • Μακεδονικά. Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδου. ΚΑΠΕΤΑΝΙΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 1954, σ. 30-32.
  • Κώστα Δ. Κυριαζή. Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος. Τα χειρόγραφα του Ανωνύμου, σ. 457-8.
  • Γεωργίου Ι. Θεοχαρίδου. Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (1285-1354). Θεσσαλονίκη 1980, σ.299,305-306.
  • ΑΙΑΝΗ. Κων. Ε. Σιαμπανόπουλου. Θεσσαλονίκη 1974, σ. 37-38 Νο 33.
  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ. Παν. Ν. Λιούφη, δ.φ. Αθήνα 1924, σ. 31.
  • Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1261) υπό Αντωνίου Μηλιαράκη, 1898. Ανατύπ. Αθήνα 1994, σ. 527.
  • Γεωργίου Ακροπολίτη. ΧΡΟΝΙΚΑ. Χρονική Συγγραφή (1203-1261), σ. 178-80.
  • ΙΕ΄ εφορεία προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων, Λάρισα. Κατάλ. Νο 90.
  • Ιστορική Γεωγραφία της Ρωμαϊκής Επαρχίας της Μακεδονίας. Δημήτρη Κ. Σαμσάρη. Θεσσαλονίκη 1989, σ. 143.
Τα ανωτέρω δημοσιεύτηκαν: ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Έτος Ι΄, Κοζάνη 1999. Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης.

Ο Βίος του Αγίου Νικάνορα

Άγιος Νικάνορας γεννήθηκε  στα 1491 στην Πρωτεύουσα της Μακεδονίας την Θεσ/νίκη. Οι γονείς του Ιωάννης και Μαρία ήταν ευσεβείς και κατοικούσαν στην συνοικία του Άγιου Μηνά. Όλη η πόλη των Θεσσαλονικέων καλοτύχιζε και επαινούσε τους γονείς του Αγίου τόσο για τον πλούτο τους όσο και για την ευγένεια τους, αλλά κυρίως για τη πίστη και για την αρετή που τους διέκρινε. Ήταν ελεήμονες και σπλαχνικοί και η ζωή τους έργο αγάπης προς τους πάσχοντας αδελφούς. Όμως ο θεός ήθελε να τους δοκιμάσει με προσωρινή ατεκνία. Στείρα σαν την Αγία Άννα η μητέρα του οσίου Νικάνορα. Κάθε μέρα προσευχόταν στην εκκλησία του Αγίου Μηνά να τους δώσει ο Θεός ένα παιδί για παρηγοριά. Οι προσευχές, οι νηστείες, οι αγρυπνίες των γονέων εισακούστηκαν από τον Κύριο μας και Θεό μας και κατά την ώρα που η ευσεβής γυναίκα προσευχόταν στο Θεό στο Ναό του Αγίου Μηνά της απεκαλύφθη το θέλημα του Κυρίου: «Εισήκουσε ο Θεός τας δεήσεις σου ω γυνή ως ποτέ της χήρας ΄Αννης και έλυσε τα δεσμά της στειρώσεως σου μόνο πορεύσου εις τον οίκο σου και θέλεις  να συλλάβεις και να γεννήσεις Υιόν, όστις θέλει να γίνει δοχείον καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος και πολλούς θέλει να εισάγει εις τον Κύριον δια της αγγελικής αυτού και εναρέτου διαγωγής». Έτσι ως θείο δώρο ήρθε στον κόσμο ο Νικόλαος (αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Αγίου) και οι γονείς του τον παρέδωσαν σ' ένα ευσεβή δάσκαλο να του μάθει τα Ιερά γράμματα. Ο νεαρός Νικόλαος ευφυής στο νου σε λίγο χρονικό διάστημα απέκτησε μεγάλη ευχέρεια περί τα εκκλησιαστικά και αγάπη για την εκκλησία του Χριστού όπως όλοι οι Άγιοι. Από μικρός κατάλαβε την κλήση του Θεού. Μοναδικός του πόθος ήταν να μονάσει και  να γίνει μιμητής των οσίων πατέρων της εκκλησίας μας. Ήθελε σ' όλη του τη ζωή να υπηρετήσει ολοκληρωτικά ψυχή τε και σώματι τον Κύριο. Γι' αυτό περνούσε τη ζωή του με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές. Σε μικρή ηλικία χάνει τον προσφιλή πατέρα του και μένει με τη μητέρα του. Η ευσεβής μητέρα μη γνωρίζοντας τον πόθο του παιδιού της ήθελε να τον παντρέψει με κάποια ενάρετη κοπέλα και ενώ από τη μια μεριά ο όσιος ποθούσε να εγκαταλείψει κάθε  εγκόσμιο και να μονάσει, να αφιερωθεί εξολοκλήρου στον Θεό. Από την άλλη όμως δεν ήθελε να στεναχωρήσει και τη μητέρα του, γι' αυτό ανέβαλε συνεχώς την πραγματοποίηση της επιθυμίας του να γίνει μοναχός. Ο Θεός που προνοεί τα πάντα ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα πήρε τη μητέρα του από τον κόσμο και έτσι άνοιξε ο δρόμος για ν' ακολουθήσει ο Νικόλαος τη μοναχική ζωή. Χωρίς να χάσει καιρό μοίρασε την πατρική  του περιουσία  στους φτωχούς και τα ορφανά και ενώ μπορούσε να λάβει αξιώματα λόγω της επιφανούς θέσεως των γονιών του, τα θεώρησε όλα αυτά σκύβαλα μπροστά στην αγάπη  προς τον Χριστό. Ελεύθερος πλέον από κάθε φροντίδα του κόσμου γίνεται μοναχός με το όνομα Νικάνωρ. Ως μοναχός πολλαπλασίασε τα χαρίσματα  που του έδωσε ο Θεός. Η φήμη που απέκτησε έφθασε  στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ο οποίος τον χειροτόνησε διάκο και πρεσβύτερο με σκοπό να τον κάνει διάδοχο του. Ως κληρικός της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ο Νικάνωρ επέδειξε μεγάλο ζήλο και η προσφορά του ήταν αξεπέραστη. Η ώρα όμως είχε φθάσει για εκείνο που τον είχε προορίσει ο Θεός. Σε μια από τις νυχτερινές του προσευχές και ενώ ικέτευε με θερμά δάκρυα τον Θεό άκουσε φωνή από τον ουρανό να του λέει: «Νικάνωρ έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγένειας σου και πορεύου εις το Καλλίστρατου όρους και αγωνίσου εκεί καλώς και εγώ θα είμαι μαζί σου να σε διαφυλάττω  όλες τις μέρες της ζωής σου και θα κάνω το όνομα σου  ξακουστό και θα σε δοξάσω εις πάντας τους αιώνας». Ύστερα από αυτή τη Θεϊκή εντολή Ο Άγιος έφυγε από την Θεσσαλονίκη σε σχετικά νεαρή ηλικία περίπου 27 ετών και τράβηξε να πάει εκεί όπου τον είχε καλέσει ο Θεός. Στο δρόμο, στα χωριά που συναντούσε δίδακε ως άλλος απόστολος τους απελπισμένους χριστιανούς να φυλάγουν την πίστη τους. Φθάνοντας ο Άγιος Νικάνωρ στο όρος Καλλίστρατου και βλέποντας το ήσυχο μέρος ο άγιος έλαβε εσωτερική πληροφορία από τον Κύριο ότι εδώ θα είναι η ασκητική του παλίστρα. Δόξασε τον Θεόν και άρχισε να επιδίδεται σε ασκητικούς αγώνες. Πέρασαν 16 ολόκληρα χρόνια σκληρού αγώνα με τη σάρκα και τους δαίμονες. Αγρυπνίες, νηστείες, κόπους για την αγάπη του Χριστού. Σιωπή, έλλειψη ανθρώπινης παρηγοριάς τον έκαναν δοχείο του Αγίου Πνεύματος. Κατόπιν ίδρυσε τη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρα Χριστού ή Ζάβορδας. Το ασκηταριό του σώζεται μέχρι σήμερα. Την Ιερά Μονή ίδρυσε εξ αποκαλύψεως του ίδιου του Χριστού αφού βρήκε εικόνα του Σωτήρος κρυμμένη από την εποχή της εικονομαχίας. Η φήμη του απλώθηκε παντού όπως του είχε πεί ο Κύριος. Πλήθος ανθρώπων από τη γύρω περιοχή έτρεχε στο Μοναστήρι αν ευλογηθεί από τον Άγιο, ν' ακούσουν την ψυχοσωτηρία διδασκαλία του και να θεραπευτούν αφού πολλά ήταν τα θαυματά που έκανε ο όσιος. Ο Άγιος αφού έζησε ενάρετα και αγγελικώς ήρθε ο καιρός να μεταβεί  στην άλλη ζωή την αιώνια και αληθινή. Προγνώρισε τον θάνατο του και κάλεσε γύρω του μοναχούς και λαϊκούς, τους Ευλόγησε, τους συμβούλεψε και παρέδωσε το πνεύμα του στο Λυτρωτή μας  Χριστό στις 7 Αυγούστου 1549. Οι μοναχοί της Μονής θρήνησαν τον Άγιο που τους παρηγορούσε και τον έθαψαν σε παρεκκλήσι της Μονής. Από τότε το αγιασμένο Λείψανο του τελεί ως σήμερα πολλά θαύματα.