Σαρανταέξι χιλιόμετρα νοτιανατολικά της πόλης των Γρεβενών, στα ριζά των Καμβουνίων όρων, βρίσκεται το χωριό Παλιουριά, γνωστό στους παλαιότερους ως Ζμιάτσι. Το χωριό βρίσκεται κοντά στο ποτάμι Αλιάκμονα και σε υψόμετρο 480 μ. Στα εδαφικά όρια του χωριού ανήκει σήμερα η Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας, η επονομαζόμενη και “Μπουνάσια”. Ονομάστηκε έτσι γιατί είναι κτισμένη κοντά στη ψηλότερη κορυφή των Καμβουνίων, τη Μπουνάσια, ή Βουνάσσα (υψόμετρο 1000μ). Η μονή είναι κτισμένη σε περίοπτη θέση που μοιάζει με φυσικό θρόνο. Η θέση αυτή δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε αεροπλάνο, από όπου φαίνονται ο Μπούρινος, η Βασιλίτσα, όλος ο κάμπος από την Ανθρακιά έως την Παλιουριά (όλη η περιοχή της Φλουριάς δηλαδή) αλλά και ο Όλυμπος.
Το μοναστήρι της Ευαγγελιστρίας, όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι χάριν συντομίας, ιδρύθηκε το έτος 1148. Για την ανέγερση τόσο του ναού όσο και των βοηθητικών κτισμάτων (κελιά, φούρνος, μαγειρεία και άλλα) εργάστηκαν αφιλοκερδώς οι πιστοί της γύρω περιοχής. Άκμασε το 18 αιώνα , συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό μοναχών. Σε χειρόγραφο της Μονής Βαρλαάμ γίνεται αναφορά για τη Μονή της Μπουνάσας ως γυναικεία μονή στις αρχές του 17ου αιώνα, που, όμως, μετράπηκε σε ανδρώνα το 18ο αιώνα. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και τυπολογικά ανήκει στους αθωνικούς ναούς. Στο μοναστήρι της Μπουνάσας λειτουργούθσε και βιβλιοδετικό εργαστήρι, του οποίου γνωρίζοθμε ένα βιβλιογράφο, το μοναχό Γαλάκτιο, που άρχισετο μοναχικό του βίο εκεί το έτος 1601.
Το μοναστήρι λειτούργησε μέχρι το 1935 περίπου ως κοινόβιο. Οι τελευταίοι καλόγεροι που το κατοίκησαν ήταν ο Ευγένιος, ο οποίος ήταν τυφλός και ο Μεγαλόσχημος. Μαζί με αυτούς έμενε στο μοναστήρι και ένας τυφλός επίσης υπάλληλος, ο Παστός. Ο τελευταίος καλόγερος της Μονής ήταν ο Γεωργαντάς, ο οποίος μετά την εγκατάλειψη της Μονής λειτούργησε στην Παλιουριά ως ιερέας του χωριού.
Το μοναστήρι στην περίοδο κυρίως της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει μεγάλη αντιστασιακή δράση. Ήταν λημέρι κλεφτών και αρματολών, καθώς και νοσοκομείο για τους λαβωμένους. Εδώ άλλωστε είχαν ζητήσει πολλές φορές καταφύγιο ξακουστοί Μακεδονομάχοι, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Θεόδωρος Ζιάκας, γνωστός ήρωας στην περιοχή των Γρεβενών. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το μοναστήρι επί Τουρκοκρατίας ήταν και κρυφό σχολειό. Παιδιά από τη γύρω περιοχή και κυρίως από την Παλιουριά ερχόταν νύχτα εδώ και με κίνδυνο της ζωής τους για να μάθουν Ελληνικά γράμματα.
Η Ευαγγελίστρια ήταν από τον καιρό της ανέγερσής της έως την παρακμή της ξακουστή για τον πλούτο της. Μεγάλες εκτάσεις χωραφιών και αμπελιών ανήκαν στο μοναστήρι, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής δεν παρέλειπαν να συνδράμουν στο ταμείο του μοναστηριού με αρνιά και κατσίκια, ή με μέρος της ετήσιας σοδιάς τους. Τα χωράφια του μοναστηριού βρισκόταν κυρίως στην περιοχή Καρούτι κοντά στην Παλιουριά.
Εκτός όμως από χωράφια, το μοναστήρι είχε και δικά του κοπάδια με πρόβατα, καθώς και δικούς του στάβλους. Είχε επίσης και μελίσσια, που απέδιδαν πολλά κιλά μέλι κάθε χρόνο, όπως και αγελάδες, ξακουστές για το γάλα τους από το οποίο έφτιαχναν τα πιο νόστιμο τυρί της περιοχής. Λέγεται ότι το μοναστήρι είχε τα καλύτερα βόδια σε όλη τη γύρω περιοχή και τα οποία χρησιμοποιούσαν για το όργωμα που γινόταν τότε με ξυλάλετρο. Ακόμη το μοναστήρι είχε στην κατοχή του πολλά μουλάρια, μόνο θηλυκά, που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή ως μέσο μεταφοράς.
Όπως ήταν φυσικό οι σοδιές του μοναστηριού κάθε χρόνο ήταν πολύ μεγάλες και γι’ αυτόν ίσως το λόγο το μοναστήρι διέθετε δικό του αλώνι στην περιοχή Κούτρα, κοντά στην Παλιουριά. Ως μύλο το μοναστήρι χρησιμοποιούσε το μύλο της Σκάλας, όπως και όλη η γύρω περιοχή. Μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν το μέγεθος του πλούτου του μοναστηριού αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι από την Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας δανείζονταν πολλές φορές και άλλα μοναστήρια, τόσο εντός όσο και εκτός του Ν. Γρεβενών. Όμως η σπουδαιότερη απόδειξη αυτού του πλούτου είναι ότι στα τελευταία του χρόνια το μοναστήρι είχε στην κατοχή του εκτός από χωράφια και περίπου τετρακόσια με πεντακόσια αιγοπρόβατα, τα οποία βοσκούσαν όπως άλλωστε γινόταν από την πρώτη στιγμή, υπάλληλοι-βοσκοί που τους πλήρωνε το μοναστήρι από το δικό του ταμείο, είτε σε είδος (σιτάρι – τυρί), είτε με χρήματα (γρόσια).
Η Ευαγγελίστρια γιόρταζε δύο φορές το χρόνο και γινόταν έτσι για πολλές μέρες το κέντρο της προσοχής όλων των κατοίκων της Φυλλουριάς και όχι μόνο. Η πρώτη γιορτή γινόταν την 25η Μαρτίου, οπότε γιόρταζε το όνομα του Μοναστηριού, και η άλλη το Δεκαπενταύγουστο, οπότε γιόρταζε η Παναγία, προστάτιδα της Ιεράς Μονής.
Κάθε φορά που γιόρταζε το μοναστήρι το επισκεπτόταν κόσμος από όλη την περιοχή, που έφτανε ως εκεί με μουλάρια ή άλογα ακολουθώντας το μονοπάτι. Όλον αυτό τον κόσμο οι καλόγεροι τον φιλοξενούσαν σε ζεστά, ευρύχωρα δωμάτια με τζάκια και τους κοίμιζαν στρωματσάδα.
Στους φιλοξενούμενους το μοναστήρι πρόσφερε μέλι και καρύδια, δικής του παραγωγής, και δροσερό νερό από την πετρόχτιστη βρύση που υπήρχε μέσα στο χώρο του μοναστηριού. Σε ειδική θέση, δίπλα σε αυτή τη βρύση υπήρχε ένα κύπελλο από μπακίρι με αλυσίδα, με το οποίο ξεδιψούσε κάθε κουρασμένος διαβάτης που ζητούσε φιλοξενία στη μονή για να ξαποστάσει.
Το μοναστήρι το προστάτευε η Παναγία η οποία και το έσωσε από πολλές καταστροφές και αιματοχυσίες. Δείγμα αυτής της προστασίας είναι το γεγονός ότι αν και πολλά βράχια, τεράστια σε μέγεθος, κυλούσαν συχνά από την κορυφή του βουνού με φόρα, όλα σταματούσαν κατά ένα μυστηριώδη τρόπο λίγο πριν φτάσουν στο εξωτερικό τείχος της μονής. Άλλο ένα θαύμα, που θυμούνται καθαρά οι κάτοικοι του χωριού Παλιουριά έως και σήμερα έγινε το 1944. Στις 9 Φεβρουαρίου του 1944 οι Γερμανοί έκαψαν ολοσχερώς το χωριό και οι κάτοικοι για να προστατευτούν ζήτησαν προστασία στο μοναστήρι. Στις 10 Φεβρουαρίου, οι αδίστακτοι κατακτητές έριξαν με όλμο τρία βλήματα προς το μοναστήρι από τη διασταύρωση Δεσκάτης, κοντά στην περιοχή Λάκκο, με σκοπό να σκοτώσουν όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο ναό του μοναστηριού. Πράγματι, το ένα βλήμα έπεσε μπροστά στην είσοδο του ναού, το δεύτερο τρύπησε τον τρούλο και έπεσε στο κέντρο ακριβώς του ναού και το τρίτο χτύπησε το καμπαναριό, που βρίσκεται λίγα μέτρα ψηλότερα από το χώρο του ναού. Χάρη στην Παναγία όμως, κανένα από τα τρία βλήματα δεν έσκασε και δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Αρκετοί κάτοικοι της περιοχής πίστευαν ότι η “προτίμηση” που έδειχνε η Θεοτόκος στο μοναστήρι οφειλόταν στην απείρου κάλλους εικόνα του Ευαγγελισμού, που αυτό είχε. Η εικόνα αυτή ήταν φτιαγμένη από καθαρό ασήμι που απεικόνιζε τον Αρχάγγελο την ώρα που πρόσφερε τον κρίνο στη Μαρία. Σήμερα αυτή η ανεκτίμητης αξίας εικόνα βρίσκεται για λόγους ασφαλείας στην Μητρόπολη των Γρεβενών.
Αφού λοιπόν μιλήσαμε για την ιστορία και τη σημασία του μοναστηριού ας περάσουμε να κάνουμε και μία σύντομη περιγραφή του χώρου. Κατ’ αρχάς όλα τα κτίρια της μονής ήταν περιτριγυρισμένα από έναν ψηλό και ενιαίο τοίχο, τον οποίο διέκοπτε μόνο μία βαριά ξύλινη πόρτα, η οποία έκλεινε από μέσα με έναν σιδερένιο σύρτη (μάνταλο), πάχους δεκαπέντε εκατοστών.
Γύρω από το ναό και ως συνέχεια του τοίχους είχαν χτισθεί όλοι οι βοηθητικοί χώροι. Στο δεύτερο πάτωμα κάθε χτίσματος βρίσκονταν τα κελιά και οι χώροι φιλοτεχνίας, ενώ στο ισόγειο τα μαγειρεία, οι χώροι υποδοχής και οι χώροι αποθήκευσης τροφίμων και ποτών.
Στο νότιο τμήμα του τοίχου βρισκόταν χτισμένος τεράστιος φούρνος ο οποίος χρησίμευε στο ψήσιμο του ψωμιού. Δίπλα από αυτόν το φούρνο βρισκόταν το μαγειρείο της μονής. Απέναντι ακριβώς από την είσοδο του ναού ήταν χτισμένη η τραπεζαρία. Ο δεύτερος όροφος του κτιρίου αυτού δεν σώζεται σήμερα και αποτελούσε το κρυφό σχολείο που προανέφερα. Η είσοδος του ναού έχει σχήμα ανθρώπινου σώματος χαμηλού ύψους προκειμένου να μην είναι δυνατό στους ληστές ή τους αλλόθρησκους να εισέρχονται στο ναό με τα άλογα και να τον βεβηλώνουν.
Μπαίνοντας στον πρόναο υπάρχει ένας χοντρός κορμός δένδρου σταθερά σφηνωμένος στο έδαφος από τον οποίο ξεκινούσε μία χοντρή, βαριά αλυσίδα που κατέληγε σε ένα είδος μεγάλης χειροπέδας. Εδώ έδεναν το βράδυ μόνο, οι καλόγεροι τους τρελούς (που τους έφερναν για θεραπεία) από το λαιμό για λόγους ασφαλείας. Έχουν αναφερθεί και καταγραφεί πολλά περιστατικά που άνθρωποι με διανοητικές διαταραχές θεραπεύτηκαν τελείως κατά την παραμονή τους στο μοναστήρι και γύρισαν στα χωριά τους. Στο μοναστήρι έστελναν επίσης τους φυματικούς για θεραπεία. Σήμερα πιστεύεται ότι ο καθαρός αέρας και κυρίως το οξυγόνο ήταν αυτά που θεράπευαν τους αρρώστους, καθώς και η πίστη τους στο Θεό.
Το τέμπλο, το οποίο στολίζει το κύριο μέρος του ναού είναι ένα από τα πιο όμορφα της Ορθοδοξίας και μοναδικό στο είδος του. Μια επιγραφή σκαλισμέμη στο τέμπλο , πάνω από την ωραία πύλη του καθολικού της Μπουνάσας, αναφέρεται στον ηγούμενο Χριστόφορο, που συνέβαλε στη δημιουργία του τέμπλου (1817) και μια άλλη μας δίνει την αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για οικοδομικές εργασίες και μαστόρους της Δεσκάτης (Ρίστας, Γιάννης και Κώστας, εργάστηκαν το 1763 στη Μονή Μπουνάσας). Η παράδοση λέει και οι ντόπιοι υποστηρίζουν ότι για την κατασκευή του ο τεχνίτης εργάστηκε ασταμάτητα για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Τέλος, από βρύση μέσα στο ιερό ανάβλυζε καθαγιασμένο νερό, το λεγόμενο φριξονέρι. Αυτό το νερό οι πιστοί το δίνουν στα παιδιά και στους μεγάλους για να μην φοβούνται. Θεωρείται μάλιστα το καλύτερο γιατρικό για παιδιά με σπασμούς. Σήμερα τη διατήρηση και συντήρηση της Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού έχει αναλάβει η αρχαιολογική υπηρεσία, το έργο της οποίας είναι ήδη εμφανές. Πάρα πολλοί πιστοί, από τις γύρω κυρίως περιοχές, “ανεβαίνουν” συχνά στο μοναστήρι για να προσκυνήσουν, αλλά και για να μαζέψουν τσάι, ήμερο και άγριο και φλαμούρι από το δέντρο της φλαμουριάς. Η βλάστηση σε όλη την περιοχή γύρω από τη μονή είναι καταπράσινη και ο χώρος σου δίνει μία αίσθηση γαλήνης και σιγουριάς.
Οι κάτοικοι του Ν. Γρεβενών θα πρέπει να δραστηριοποιηθούν έτσι ώστε η φήμη του μοναστηριού να ξεπεράσει τα όρια του Νομού. Πραγματικά αξίζει τον κόπο και το χρόνο να επισκεφθεί κάποιος τη μονή της Ευαγγελιστρίας. Η φύση και η θέα από εκεί πάνω θα τον ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και το αμέριστο ενδιαφέρον και την άοκνη προσπάθεια του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Σέργιου, στη διατήρηση των θρησκευτικών μνημείων, ώστε να αποτελούν φάρο της ορθοδοξίας και πηγή πνευματική ανάτασης για όλον τον κόσμο.
Επιπλέον, είναι αναγκαίο να αναφέρω ότι τα τελευταία χρόνια έγινε προσπάθεια αναστήλωσης των κτισμάτων γύρω από το ναό, αλλά θα πρέπει να συνεχιστεί μέσω των αρμόδιων φορέων (Υπουργείο – Περιφέρεια – Νομαρχία), ώστε σύντομα όλη η περιοχή να “χορτάσει” τη θέα που παρέχεται από το Μοναστήρι, αλλά και να μπορεί να προσεύχεται στη μητέρα όλων μας, την Παναγία.