Τόπος κατοικημένος από τη Νεολιθική εποχή (5000 π.Χ.) είναι η Δεσκατιώτικη Ποταμιά, όπως φανερώνουν τα ευρήματα (διάφορα νεολιθικά εργαλεία) στις θέσεις Καστρί και Λουτρό, με δύο τουλάχιστον οικισμούς-πόλεις στους ιστορικούς χρόνους και ερείπια των τειχών, που σώζονται ακόμη και μέχρι σήμερα. Κατά την αρχαιότητα η περιοχή της Δεσκάτη συνέχισε να σφύζει από ζωή αν κρίνουμε από τα αξιόλογα ευρήματα που κατά καιρούς έχουνε ανακαλυφτεί και χρονολογούνται σε αυτή την εποχή:
- Ερείπια τοίχων αρχαίων οικισμών σώζονται ακόμα και σήμερα.
- Χάλκινα νομίσματα της Μακεδονικής εποχής (4ου-3ου αιώνα π.Χ).
- Θησαυρός αρχαίων νομισμάτων που βρέθηκε το 1914.
- Αρχαίοι τάφοι.
- Υπερμεγέθη πιθάρια.
- Μια επιτύμβια στήλη του 2ου αιώνα μ.Χ.
- Θωράκια κάποιου παλαιοχριστιανικού ναού του 5ου-6ου αιώνα μ.Χ.
Αυτά τα ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι οικισμοί της Αρχαιότητας διατηρήθηκαν στην περιοχή ως το 5ο με 6ο αιώνα μ.Χ. Κατά το γερμανό αρχαιολόγο Fr. Stahlin, κάπου στο οροπέδιο της Δεσκάτης υπήρχε μια αρχαία πόλη που ονομαζότανε Μονδαία πράγμα όμως που δεν έχει αποδειχθεί ακόμα με κάποια στοιχεία.
Γραπτές πηγές για την περιοχή κατά την 1η χιλιετηρίδα μ.Χ. είναι ανύπαρκτες. Στα Βυζαντινά χρόνια και ειδικότερα στο 13ο αιώνα μ.Χ. ξέρουμε ότι η περιοχή της Δεσκάτης είχε περίπου οχτώ οικισμούς (δες Τουρκική Απογραφή του 1454/1455 παρακάτω) και υπαγόταν αρχικά στην διακιοδοσία της Επισκοπής της Τρίκκης και μετά το 10ο αιώνα μ.Χ στην Επισκοπή των Σταγών. Αυτά τα συμπεραίνουμε από ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου, και από τη μετέπετα Τούρκικη Απογραφή του 1454/1455 που αναφέρεται σε στοιχεία προτού Τούρκικης κατάκτησης (1393).
Το 1348 η Δυτική Θεσσαλία κυριεύτηκε από Σέρβους. Το τοπωνύμιο Ντισκάτα είναι βλάχικο (“δισικάρε” βλάχικο ρήμα = σχίζω -> Δισικάτα -> Δεσκάτη) και μάλλον στα βουνά της περιοχής ξεκαλοκαίριαζαν βλαχόφωνοι κτηνοτρόφοι από το Ελληνοσέρβικο κράτος των Τρικάλων. Αυτοί σιγά σιγά είτε εκτοπίστηκαν από τους ντόπιους είτε αφομοιώθηκαν με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πια κανένας βλαχόφωνος στο οροπέδιο της Δεσκάτης.
Η περιοχή περιήλθε στους Τούρκους το 1393, προσωρινός, και το 1423 οριστικός. Η ευρύτερη περιοχή μοιράστηκε από το σουλτάνο στους μπεΐδες του και η περιοχή της Δεσκάτης έπεσε στα χέρια του διοικητή Μιρλιβά των Τρικάλων. Κατά το 1613/1614 σε ένα μετεωριτικό χειρόγραφο εμφανίζονται δύο νέοι οικισμοί: το Σέλισμα και η Γκορτζιά. Αργότερα στα τέλη του 17ου αιώνα ο Πρόδρομος, τα Καλύβια, και τα Ρόγγια. Στην ίδια εποχή εγκαταλείφτηκε η Καρίτσα και μεγάλωσε η Ντισικάτα.
Η οικονομική κατάσταση στην περιοχή κατά την τουρκοκρατία ήταν άσχημη. Της σιτοδείες και επιδημίες συμπλήρωναν οι ληστρικές επιδρομές Αλβανών ληστών. Από την εποχή εκείνη πρέπει να δόθηκε και ο χαρακτηρισμός “ζιαβέλια” στους κατοίκους τις περιοχής που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Ζιαβέλι στην Τούρκικη δηλώνει το ταλαιπωρημένο, το δυστυχή. Αυτό εξηγεί και την ξαφνική αύξηση του πληθυσμού της Ντισικάτα μια και η θέση της είναι πολλή καλά κριμένη από το κάμπο της ποταμιάς, το διάβα των ληστών. Το 1822 η Ντισκάτα πληθυσμιακά αποτελούσε την “πρωτοχώρα” των Χασίων.
Οι φιλελευθεροι κάτοικοι της Δεσκάτης συμμετείχαν στη θεσσαλική επανάσταση του 1854 υπό την αρχηγία του Θ. Βλαχάβα. Την ίδια χρονιά από δω πέρασε κι ο Θεόδωρος Ζιάκας, γεγονός που εξόργισε τον Τούρκο πασαά Ζεϊνέλ, με διαταγή του οποίου πυρπολήθηκε η Δεσκάτη. Στην επανάσταση του 1878 οι κάτοικοι της πρόσφεραν κάθε δυνατή βοήθεια στους θεσσαλούς επαναστάτες.
Μετά την απελευθέρωση του 1881, η Δεσκάτη και η Ελασσόνα παρέμειναν στην τούρκικη επικράτεια. Το πατριαρχείο ίδρυσε τότε τη Μητρόπολη Δεσκάτης, που απαρτιζόταν από δεκαεφτά οικισμούς και δύο μοναστήρια. Την κατάργησε όμως 15 χρόνια αργότερα, οπότε η Δεσκάτη προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη Ελασσόνας. Στο Μακεδονικό Αγώνα συμμετείχε με τον υπαρχηγό Β. Οικονόμου, γνωστό ως Μπρούφα.
Στον πόλεμο του 1897 οι Δεσκατιώτες βοήθησαν κυρίως με τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με κινήσεις των Τούρκων, ενέργεια για την οποία τιμωρήθηκαν σκληρά απ’ αυτούς, με λεηλασία των σπιτιών τους, εκτοπισμό και φυλάκιση των κατοίκων. Η Δεσκάτη απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό τον Οκτώβρη του 1912, τις παραμονές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι τότε το σύνορο της ελεύθερης Ελλάδας βρισκόταν στο όρος Τρέτιμος. Εκεί έπεσε μαχόμενος ο λοχαγός Μανουσάκης (προτομή του οποίου υπάρχει στην κεντρική πλατεία της Δεσκάτης) στις 7/10/1912.
Κατόπιν ιδρύθηκε ο Δήμος Δεσκάτης, στον οποίο συμπεριλήφθηκαν τα χωριά Παρασκευή, Δασοχώρι, Γήλοφος, Αγιώργης και Διασελάκι. Το 1915, που ιδρύθηκε ο Νομός Κοζάνης, περιλήφθηκε εκεί και η Δεσκάτη. Το 1918 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα με τους οικισμούς Αγιώργης, Διασελάκι και Γήλοφος.
Το 1942 αποσπάστηκε από την Επαρχία Γρεβενών του Ν. Κοζάνης και υπήχθη στην Επαρχία Ελασσόνας του Ν. Λάρισας, ενώ το 1964 η Επαρχία Γρεβενών αναβαθμίστηκε σε Νομό, περιλήφθηκε σ’ αυτόν η περιοχή των Κοινοτήτων Δεσκάτης, Δασοχωρίου και Παρασκευής και η Δεσκάτη έγινε ξανά Δήμος.
Η Δεσκάτη υπήρξε προπύργιο της Εθνικής Αντίστασης και παρουσίασε έντονη δράση στη διάρκεια του Εμφυλίου. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του ποιητή Χρ. Μπράβου, που αναφέρονται στους αγώνες των κατοίκων:
“Μη περπατήσεις τούτα τα βουνά.
Η μάνα λέει δεν κάνει
να πατάμε πεθαμένους…”